θησαυροδοτώ

θησαυροδοτώ
θησαυροδοτῶ, -έω (Α)
δίνω θησαυρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θησαυρός + -δοτώ (< -δότης < δίδω-μι), πρβλ. λογο-δοτώ, χρηματο-δοτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”